- συλλάβισμα
- [силлавизма] ουσ ο чтение по слогам.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
συλλάβισμα — το, Ν συλλαβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
συλλαβισμός — συλλαβισμός, ο και συλλάβισμα, το 1. χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές. 2. το να διαβάζει κάποιος συλλαβιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)